- περιβομβώ
- -έω, ΜΑ (ενεργ. και παθ.) περιβομβοῡμαι, -έομαιβουίζω γύρω από κάτι όπως η μέλισσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βομβῶ (< βόμβος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιβομβίζω — Μ περιβομβώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβομβῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
περιβόμβησις — ήσεως, ἡ Μ [περιβομβώ] το βούισμα γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
συμπεριβομβώ — έω, Α βομβώ μαζί με άλλους, γύρω γύρω, βουίζω γύρω από κάτι μαζί με άλλους («περιβομβεῑ καὶ συμπεριβομβεῑ ἑκούσιον τὸ σμῆνος», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιβομβῶ «βουΐζω ολόγυρα»] … Dictionary of Greek
ψηφοπεριβομβήτρια — ἡ, Α κύλικα που βομβούσε λόγω τών ψηφίδων που σείονταν μέσα σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + περιβομβῶ + επίθημα τρια*] … Dictionary of Greek